πρωτόαρχος

πρωτόαρχος
-ον, Μ
βλ. πρώταρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρώταρχος — Επικούρειος φιλόσοφος που άκμασε τον 2o αι. π.Χ. Διαδέχτηκε στη σχολαρχία των ομοϊδεατών του τον Βασιλείδη. Διάδοχός του ήταν ο Απολλόδωρος. * * * ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ ο πρώτος, ο αρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”